περδικούλα

περδικούλα
η [πέρδικα]
1. υποκορ. τού πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα
2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας
3. μτφ. φρ. «τό λέει η περδικούλα του» — το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περδικούλα — η 1. μικρή πέρδικα. 2. η καρδιά: Το λέει η περδικούλα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • χερούλι — το, Ν 1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι τής κανάτας» β. «το χερούλι τής πόρτας») 2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. ούλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”